ἀνελκύσῃ

ἀνελκύσῃ
ἀνέλκω
draw up
aor subj mid 2nd sg
ἀνέλκω
draw up
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανέλκυση — η η ανάσυρση από το βυθό της θάλασσας πλοίου: Η ανέλκυση του ναυαγίου δεν επιτεύχθηκε ακόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέλκυση — η (Α ἀνέλκυσις) έλκυση προς τα πάνω, ανύψωση, (κυρίως) η ανάσυρση πλοίων ή εξαρτημάτων από τον βυθό …   Dictionary of Greek

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • άγρευση — η (Α ἄγρευσις) [ἀγρεύω] νεοελλ. Ναυτ. (κν. πεσκάρισμα ή ντράγκα) η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένων που έχουν βυθιστεί στον βόρβορο τού βυθού τής θάλασσας και δεν εξέχουν από τον πυθμένα, όπως στην περίπτωση αποκοπής τής αλυσίδας τής άγκυρας,… …   Dictionary of Greek

  • αερόσκαλα — η αποβάθρα υδροπλάνων, περιοχή τής ακτής κατάλληλα διαρρυθμισμένη για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών στο υδροπλάνο, τον ανεφοδιασμό τών σκαφών αυτών και την ανέλκυσή τους στην ξηρά …   Dictionary of Greek

  • ανάσυρση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασύρω, η ανέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασύρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Παν. Ζάνο, δραματικό ποιητή] …   Dictionary of Greek

  • ανίμησις — ἀνίμησις, ή (Μ) [ἀνιμῶ] ανέλκυση …   Dictionary of Greek

  • ανελκύω — (Μ ἀνελκύω) 1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω 2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω). ΠΑΡ. ανέλκυση ( ις), νεοελλ. ανελκυστήρας ( τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ανολκή — η (Α ἀνολκή) [ολκή] νεοελλ. Ναυτ. (για πλοία) ανέλκυση στην ξηρά μέ μηχανικά κυρίως μέσα αρχ. έλξη προς τα επάνω, ρυμούλκηση …   Dictionary of Greek

  • εκβύθιση — η 1. ανέλκυση από τον βυθό, ναυαγιαιρεσία 2. ελάττωση τού βυθίσματος πλοίου λόγω μειώσεως τού φορτίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”